SIBYNA — apud Tertullian. adv. Marc. l. 3. c. 21. Et concident machaeras suas in aratra, et sibynas in salces> σιβύνη Ephippo apud Athenaeum l. 12. ζιβύνη Graecis Interpp. Ierem. c. 6. v. 23. Aristagorae et Herod. 1. 5. est αἰχμὴ βραχεῖα, hasla brevis … Hofmann J. Lexicon universale
αγούνωτος — η, ο [γουνώνω] (για παλτά, φορέματα κ.λπ.) αυτός που δεν έχει επενδυθεί ή διακοσμηθεί με γούνα … Dictionary of Greek
βεστιάριο — το (Μ βεστιάριον) 1. το σύνολο των ενδυμάτων, ο απαραίτητος ρουχισμός 2. ιματιοθήκη, έπιπλο ή χώρος όπου φυλάσσονται ενδύματα νεοελλ. 1. το σύνολο των ενδυμάτων που διαθέτει ηθοποιός ή θεατρικός επιχειρηματίας 2. ο χώρος του θεάτρου όπου αφήνουν… … Dictionary of Greek
κρανέινος — η, ο και κρανένιος, α, ο (AM κρανέινος, ΐνη, ον, Α και κρανάϊνος, ΐνη, ον και κράνινος, ίνη, ον) κατασκευασμένος από ξύλο κρανιάς («κρανέινα παλτὰ ἔχοντες», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρανεία «κρανιά» + κατάλ. ινος (πρβλ. οστέ ινος, στυππέ ινος). Ο τ.… … Dictionary of Greek
γούνα — η (λ. λατ.) 1. δέρμα ζώου μαζί με το τρίχωμα: Με τη γούνα της αλεπούς κατασκευάζονται παλτά. 2. πανωφόρι από γούνα, γουναρικό. 3. φρ., «Έχω ράμματα για τη γούνα σου», γνωρίζω πράγματα που μπορεί να σε εκθέσουν· «Κάηκε η γούνα του», ζημιώθηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εικοσάρι — το 1. νόμισμα είκοσι λεπτών (εικοσάλεπτο, εικοσαράκι), είκοσι ευρώ. 2. εικοσάδα: Ο έμπορος αγόρασε ένα εικοσάρι παλτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)